- ἀρνούμενος
- ἀρνέομαιdenypres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъмѣтатисѧ — ОТЪМѢТА|ТИСѦ (93), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Отказываться, отвергать: и къто ѥсть обьща˫а вѣры отъмѣта˫асѧ и заповѣди. отъ оц҃ь извѣщеныихъ своѥю братиѥю. (τίς ἐστιν ὁ… ἀρνούμενος) КЕ XII, 169а; Насарѧне съказаѥмии непокоривии. иже вьсѧкого плото˫адени˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
отъметатисѧ — ОТЪМЕ|ТАТИСѦ1 (42), ЧОУСѦ (ЩОУСѦ), ЧЕТЬСѦ (ЩЕТЬСѦ) гл. 1.Отказываться, отвергать: ‹Т›ѣмь же подобаѥть вьсеѭ. силоѭ. безгазна хранитисѧ отъ нечистыихъ дѣлъ да и не о насъ речено бѹдеть. б҃а исповѣдаѭтьсѧ вѣдѹште. а дѣлы сѧ отъмештють. (ἀρνοῦνται)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Konstantinos Koukidis — Mahnmal für Konstantinos Koukidis Die Fla … Deutsch Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αποκαρτερώ — (AM ἀποκαρτερῶ, έω) περιμένω αρχ. αυτοκτονώ αρνούμενος να δεχθώ τροφή … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
Θανασάκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Οπλαρχηγός του Αγώνα, από την Κασσάνδρα, το όνομα του οποίου είναι άγνωστο (; – 1824). Μετά την καταστολή της επανάστασης στη Χαλκιδική, κατατάχθηκε στο σώμα του Καρατάσου στις Σποράδες. Πήρε μέρος στην άμυνα των… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek